- μηνιγγομυελίτιδα
- ηιατρ. μηνιγγίτιδα, ιδίως φυματιώδης ή συφιλιδική, που επεκτείνεται και στον νωτιαίο μυελό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μήνιγγα — η (Α μῆνιγξ, ιγγος) καθένα από τα τρία μεμβρανώδη περιβλήματα χοριοειδής, αραχνοειδής και σκληρά μήνιγγα τα οποία περιβάλλουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό νεοελλ. στον πληθ. οι μήνιγγες ονομασία τών κροτάφων, τα μηλίγγια αρχ. 1. το τύμπανο… … Dictionary of Greek
μυελίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονώδης πάθηση του νωτιαίου μυελού. Εμφανίζεται στη φαιά ουσία του νωτιαίου μυελού (πολιομυελίτιδα) ή τη λευκή ουσία του (λευκομυελίτιδα) και, μερικές φορές, σε ολόκληρο το πλάτος του νωτιαίου μυελού (εγκάρσια μ.). Παρόμοια βλάβη… … Dictionary of Greek
μυελομηνιγγίτιδα — η ιατρ. η μηνιγγομυελίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myelomeningite (< μυελός + μηνιγγῖτις). Η λ., στον λόγιο τ. μυελομηνιγγῖτις, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] … Dictionary of Greek